- χάρων
- I
Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των Ηρακλείων στηλών και Ώρους Λαμψακηνούς, δηλαδή χρονογραφική ιστορία της Λαμψάκου, σε 4 βιβλία. Από τα έργα του μόνο αποσπάσματα σώθηκαν. Ο X. αναφέρεται και ως X. ο Λαμψακηνός.IIΓιος του Ερέβους και της Νυκτός, που εκτελούσε, κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, τη μεταφορά των νεκρών με το πορθμείο του Άδη. Οι ψυχές των πεθαμένων, για να πάνε στην τελευταία τους κατοικία, έπρεπε να περάσουν από τους ποταμούς του Άδη Αχέροντα ή Κωκυτό ή Πυριφλεγέθοντα. Ενώ όμως το τελευταίο αυτό ταξίδι, κατά τον Όμηρο και τον Ησίοδο, το έκαναν μόνες, με την καθοδήγηση του ψυχοπομπού Ερμή, στους κατοπινούς χρόνους δημιουργήθηκε ο μύθος ενός πορθμέα που περνούσε τις ψυχές από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη, με την καταβολή ενός οβολού, που οι ζωντανοί τον έβαζαν ανάμεσα στα δόντια των νεκρών. Η περιγραφή του X., περιέχεται για πρώτη φορά στο έπος του 6ου αι. π.Χ. Μινυάς.* * *-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ(ποιητ. τ.) προσωνυμία αρπακτικών ζώων και κυρίως τού λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια λάμψη τών ματιών τού ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. συντμ. τ. τής λ. χαροπός / χαρωπός*, κατά μία άποψη σχηματισμένος κατ' επίδραση τής λ. αἴθων].
Dictionary of Greek. 2013.